- σαλόνι
- το, Ν1. αίθουσα υποδοχής, σάλα2. συνεκδ. η επίπλωση τής παραπάνω αίθουσας3. ο εσωτερικός χώρος τού αυτοκινήτου που προορίζεται για τον οδηγό και τους επιβάτες4. (τυπογρ.) α) οι δύο μεσαίες, αριστερά και δεξιά, σελίδες βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδαςβ) (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος αριστερής και δεξιάς σελίδας τού ίδιου εντύπου, στις οποίες εκτυπώνεται κείμενο ή φωτογραφίες σαν να αποτελούσαν ενιαία σελίδα5. φρ. «φιλολογικά σαλόνια» — χώροι πολιτικών ζυμώσεων στη Γαλλία και, κυρίως στο Παρίσι, σε διάφορες εποχές και περιπτώσεις, όπως λ.χ. στην εποχή τής εξέγερσης τής Σφενδόνης, αλλά ταυτόχρονα και χώροι συνάντησης τών σημαντικότερων εκπροσώπων τών γραμμάτων, που συνέβαλαν κατά κύριο λόγο στη διάδοση τής λογοτεχνίας στους κόλπους τής γαλλικής κοινωνίας μέχρι και τον 19ο αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salon < ιταλ. salone < ιταλ. salaβλ. σάλα (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.